ολοκληρώσιμος

ολοκληρώσιμος
-η, -ο [ολοκλήρωση]
1. αυτός που μπορεί να ολοκληρωθεί («ολοκληρώσιμο έργο»)
2. φρ. «ολοκληρώσιμη συνάρτηση» — μαθηματική συνάρτηση τής οποίας μπορεί να βρεθεί το ολοκλήρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”